- προμετωπίδιος
- προμετωπίδιοςbeforemasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προμετωπίδιος — α, ο / προμετωπίδιος, ον, ΝΑ αυτός που βρίσκεται μπροστά ή πάνω στο μέτωπο («προμετωπίδιοι τρίχες», Φίλ.) νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το προμετωπίδιο δερμάτινο λουρί τού χαλινού που προσαρμόζεται στο μέτωπο τού ζώου αρχ. το ουδ. ως ουσ. α) το πρόσθιο … Dictionary of Greek
προμετωπιδίων — προμετωπίδιος before fem gen pl προμετωπίδιος before masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προμετωπίδιον — προμετωπίδιος before masc acc sg προμετωπίδιος before neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προμετωπιδίοις — προμετωπίδιος before masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προμετωπιδίου — προμετωπίδιος before masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προμετωπιδίους — προμετωπίδιος before masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προμετωπιδίῳ — προμετωπίδιος before masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προμετωπίδια — προμετωπίδιος before neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προμετώπειος — α, ον, Μ [προμέτωπος] προμετωπίδιος … Dictionary of Greek